Στην κατακόρυφη σήμανση υπάγεται και η εγκατάσταση οριοδεικτών οδού. Αυτοί έχουν σκοπό την καθοδήγηση των οδηγών τη νύχτα και εν γένει την υπόδειξη πορείας της οδού και κατά την ημέρα. Θεωρούνται ως μέσα μάλλον καθοδήγησης παρά προειδοποίησης, δηλαδή δεν υποκαθιστούν τις πινακίδες προειδοποίησης για κίνδυνο.
Ανάλογα με τη θέση τοποθέτησης των οριοδεικτών εφαρμόζονται τα ακόλουθα.
• Σε περιοχές χωρίς πλευρικά στηθαία, εφαρμόζεται η μορφή του επόμενου σχήματος, ή άλλη ισοδύναμης λειτουργίας, που θα εγκρίνει η Υπηρεσία.
• Σε περιοχές με στηθαία, ως οριοδείκτες χρησιμοποιούνται μικροδιατάξεις από μεταλλικά στοιχεία με αντανακλαστικές μεμβράνες. Αυτές οι διατάξεις τοποθετούνται στην όψη του στηθαίου και συγκεκριμένα στο μέσο (καθ΄ ύψος) της αυλακωτής λαμαρίνας, ενώ σε άλλες μορφές στηθαίων (μεταλλικών ή σκυροδέματος) σε απόσταση σταθερή κάτω από τη στέψη του στηθαίου, αλλά τουλάχιστον στα περίπου 55 cm πάνω από τη στάθμη του οδοστρώματος. Σε περιοχές με συχνή χιονόπτωση, οι μικροδιατάξεις τοποθετούνται στη στέψη του στηθαίου.
Ειδικά, στην εξωτερική πλευρά της οδού όπου υπάρχει στηθαίο συνιστάται η τοποθέτηση οριοδείκτη μειωμένου ύψους (65 cm), όπως δείχνεται στο επόμενο σχήμα.
Τα αντανακλαστικά στοιχεία χρώματος λευκού, κόκκινου ή κίτρινου των οριοδεικτών θα είναι ορθογωνικά, διαστάσεων ύψος x πλάτος = 18 x 4 cm. Αυτά τοποθετούνται και στις δυο όψεις του οριοδείκτη, πάνω σε μια μαύρη λωρίδα που καλύπτει όλη την επιφάνεια της διατομής του οριοδείκτη, σύμφωνα με το επόμενο σχήμα.
Στους οριοδείκτες σε αυτοκινητόδρομο, η τοποθέτηση αντανακλαστικών και στην πίσω όψη των οριοδεικτών εξυπηρετεί στις περιόδους εκτροπής και των δυο κατευθύνσεων κυκλοφορίας στο ένα οδόστρωμα, π.χ. κατά τη συντήρηση.
Σε κλάδους ανισόπεδων κόμβων, καθώς και σε τμήμα οδών μιας κατεύθυνσης κυκλοφορίας, όπου αποκλείεται η πιθανότητα κυκλοφορίας σε αντίθετη κατεύθυνση, δεν τοποθετούνται αντανακλαστικά στην οπίσθια όψη την οριοδεικτών.
Οι οριοδείκτες τοποθετούνται στις δυο πλευρές σε οδούς κάθε κατηγορίας, ενώ στην κεντρική νησίδα οδών με διαχωρισμένες επιφάνειες κυκλοφορίας, τοποθετούνται μικροδιατάξεις με αντανακλαστικά στοιχεία επί των στηθαίων ασφαλείας. Η τοποθέτηση στις πλευρές της οδού γίνεται σε απόσταση από την ακμή του οδοστρώματος και συγκεκριμένα στην ίδια θέση με εκείνη που προβλέπεται για την τοποθέτηση των στηθαίων στην τυπική διατομή της οδού (βλ. ΟΜΟΕ-Δ). Ειδικά στις τυπικές διατομές «η2» και «η1» των ΟΜΟΕ- Δ, αυτοί τοποθετούνται στην εξωτερική ακμή του μη σταθεροποιημένου ερείσματος.
Η πύκνωση των οριοδεικτών ορίζεται ως εξής:
• Σε τμήματα ευθυγραμμίας της οριζόντιας χάραξης και σε θέσεις που δεν περιλαμβάνουν κυρτή κατακόρυφη καμπύλη:
− Περιοχές επιχωμάτων ανά 50 m
– Περιοχές ορυγμάτων ανά 100 m
Η απόσταση των 100 m γίνεται αποδεκτή επειδή τα πρανή των ορυγμάτων είναι ορατά από τους οδηγούς. Όμως, σε περιοχές με συχνή ομίχλη συνιστάται και εδώ η εφαρμογή της απόστασης των 50 m.
• Σε τμήματα ευθυγραμμίας της οριζόντιας χάραξης, που περιλαμβάνουν κυρτή κατακόρυφη καμπύλη, σύμφωνα με τον Πίνακα Η-2.
• Σε τμήματα καμπυλών της οριζόντιας χάραξης, σύμφωνα με τον Πίνακα Η-1, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις για πύκνωση, που προκύπτουν σε σχέση με τη γεωμετρία της μηκοτομής από τον Πίνακα Η-2.
Πριν και μετά από τις καμπύλες (οριζόντιες και κατακόρυφες) τοποθετούνται τρεις οριοδείκτες σε αποστάσεις d1, d2, d3 (d1 η πλησιέστερη στην αρχή ή στο τέλος της καμπύλης) για την προσαρμογή με την πύκνωση στις καμπύλες (βλ. Πίνακες Η-1 και Η-2).
Οι αποστάσεις που δίνονται στον Πίνακα Η-1 ισχύουν για την εξωτερική πλευρά της οριζόντιας καμπύλης (κυρτή πλευρά). Για ακτίνες R≤100 m, σε αντιστοιχία με τη θέση του δεύτερου οριοδείκτη στην εξωτερική πλευρά της καμπύλης, τοποθετείται ένας οριοδείκτης στην εσωτερική της πλευρά. Στα μεταβατικά τμήματα πριν και μετά από την καμπύλη και απέναντι στους τρεις οριοδείκτες που τοποθετούνται στην εξωτερική της πλευρά, τοποθετούνται αντίστοιχα άλλοι τρεις στην εσωτερική πλευρά της καμπύλης. Για ακτίνες R>100 m, για κάθε έναν οριοδείκτη στην εξωτερική πλευρά της καμπύλης, τοποθετείται αντίστοιχα ένας οριοδείκτης στην εσωτερική της πλευρά.
Προκειμένου στα τμήματα ευθυγραμμίας, να τηρείται η πύκνωση με σταθερή απόσταση 50 m (ή 100 m στα ορύγματα), εφαρμόζεται η αναλογική αύξηση ή μείωση των τριών αποστάσεων (d1, d2, d3) προσαρμογής των Πινάκων Η-1 και Η-2, στις εκατέρωθεν καμπύλες. Εφόσον, από την αύξηση της τρίτης απόστασης (d3) προκύπτει αυτή να έχει μήκος >50 m, τότε το υπολειπόμενο μήκος αύξησης κατανέμεται στις τρεις αποστάσεις προσαρμογής της άλλης καμπύλης. Εάν και πάλι προκύπτει υπόλοιπο μήκος, τότε μειώνονται ό- λες οι αποστάσεις προσαρμογής και των δυο καμπυλών όσο χρειάζεται.
Εν γένει, επιτρέπεται η αναπροσαρμογή εξίσου όλων των αποστάσεων των 50 m (ή 100 m) στις ευθυγραμμίες μέχρι ±10 m, προκειμένου να μη χρειάζεται τροποποίηση των τριών αποστάσεων προσαρμογής σε καμία από τις δυο εκατέρωθεν καμπύλες.
Οι αποστάσεις που αναφέρονται στους Πίνακες Η-1 και Η-2 επιτρέπεται να αναπροσαρμόζονται, ώστε να συμπίπτουν στη θέση του πλησιέστερου ορθοστάτη στην περίπτωση μεταλλικών στηθαίων.
Επισημαίνεται ότι, η πύκνωση των οριοδεικτών σε σταθερές και μικρότερες αποστάσεις εκείνων των Πινάκων Η-1 και Η-2, π.χ. εφαρμογή σταθερής μειωμένης απόστασης 25 m σε ευθύγραμμα τμήματα σε περιοχές με συχνή ομίχλη δεν θεωρείται υπέρ της ασφαλείας και δεν επιτρέπεται. Ο βασικός λόγος είναι ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός δεν εντοπίζει τον επόμενο οριοδείκτη, που θα βρίσκεται στα 50 m, αντιλαμβάνεται καλύτερα τον κίνδυνο, λόγω της μειωμένης ορατότητας και συμπεριφέρεται αντίστοιχα, δηλαδή προσαρμόζεται σε ταχύτητες μικρότερες των 50 km/h.
Εξάλλου, συνήθως σε συνθήκες ομίχλης τα αντανακλαστικά των οριοδεικτών είναι αμφιβόλου χρησιμότητας, λόγω κυρίως του ύψους που βρίσκονται. Σε οδικά τμήματα, με ανάλογες αντίξοες καιρικές συνθήκες, επιβάλλεται η εκμετάλλευση της δυνατότητας καθοδήγησης με ανακλαστήρες οδοστρώματος.
Τα χρώματα των ανακλαστικών στοιχείων των οριοδεικτών, ανάλογα με τη θέση τους, θα είναι: